dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
σεξουαλικό έγκλημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Sexualdelikt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σεξουαλικό έγκλημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Sexualverbrechen
Ⓦ
Ⓖ
…